βιβάρι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 288 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασίνης. * * * το και γιβάρι και διβάρι (AM βιβάριον) φραγμένος θαλάσσιος χώρος, όπου εκτρέφονται ψάρια, ιχθυοτροφείο. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
διβάρι — το (Μ διβάριν και βιβάρι[ον]) ιχθυοτροφείο («το διβάρι τής Πύλου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διβάρι(ν) ή βιβάρι(ον) < λατ. vivarium] … Dictionary of Greek
λιβάρι — το βιβάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβάρι*, με ονομοιωτική τροπή τού πρώτου β σε λ ] … Dictionary of Greek
ιβάρι — το το βιβάρι* … Dictionary of Greek
ιχθυοτροφείο — το (Α ἰχθυοτροφεῑον) [ιχθυοτρόφος] κλειστός θαλάσσιος, λιμναίος ή ποτάμιος χώρος, ειδικά διαμορφωμένος για εκτροφή και αναπαραγωγή ψαριών είτε για εμπορική εκμετάλλευση είτε για επιστημονικούς σκοπούς, κν. διβάρι ή βιβάρι ή λιθάρι … Dictionary of Greek
χελοβίβαρο — καιχελογίβαρο, το, Ν ιχθυοτροφείο χελιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέλι + βιβάρι / γιβάρι «ιχθυοτροφείο»] … Dictionary of Greek